Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα poem. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα poem. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022

από το χωριό, εν είδει σήραγγας




Είναι που το χώμα σου. 
Στάθηκε πάνω στην πέτρα του 
κάτι να πιει να ξεδιψάσει. Να γίνει αντοχή
και φανταζόταν πως θα ήταν.
Που επέστρεψε από τους καιρούς 
των μεγάλων σεισμών. Με νευρικό ζήλο.
Βαριά φορτωμένο έτριζε
πάνω στα ρήγματα. Ίσως και από τη δική σου 
ανάγκη να έχεις ρήγματα. Σαν εύθραυστο όνειρο.
Και ήπιε στίχους. Πόσους στίχους, σπόρους ανοιχτούς 
να μην τους αδικήσω. Η εμπνευσμένη αποκάλυψη
με πληγωμένους αγκώνες σπρώχνει τους πλανήτες.
Σε λιτανεία αναπαραγωγής. Aκόρντα πελαγίσια 
βάρκα βαρκούλα ηλιακά ιστία από το ελαιόδεντρο 
μέχρι και τη φλαμουριά. 
Φουσκωμένη καταχνιά που ύψωσε 
από τον πυθμένα της το χαλίκι του ιλίγγου.
Πάνω στους όγκους του το χώμα σε βουνά. 
Σαν εμβατήριο που ζητάει λογαριασμό. Κυρίως φως. 
Ήπιε τον κατάμεστο ουρανό, τόσον ουρανό 
και από την χοάνη του το φως. Κολλάζ της μάταιης θυσίας 
με τις ενέδρες στους πνεύμονες.
Τι εκθαμβωτικό γεγονός. Ας αλλάξουμε.
Όχι.
Η αγωνία του κενού με ανθρώπινο στήθος
κολυμβήτρια.Έτσι έμοιαζε αν και ακόμα 
δεν φαινόταν από μέσα.
Δεν μπορεί. Τι περίεργο. Περίμενε... πάνω στην πέτρα του.
Το χώμα για το οποίο κι ακόμα περιμένει. Μια αδέσποτη 
από διαστρικό διάστημα;
Έστρεψε τους στίχους πάνω μας σημαδεύοντας 
άφιξη εικόνων. Στο χώμα
η γύρη σκορπίζεται από τους ανέμους

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2022

Η Σταχτί

















[τίτλος;]

α.

Eκτός από τις σταγόνες που πέφτουν, 
στην παράσταση θα πούμε για ζητούμενα,
όλος ο κόσμος ζητούμενα.
Κυρίως για αυτά που βλέπουμε ή θέλουμε 
να δούμε, σαν περάσματα,
με πατρίδα δεν μοιάζουν τα μάτια 
τα φυλαγμένα σε πολύτιμες θήκες. 
Με το βουητό των εντόμων. Ας έρθουν
και με το κάψιμο πάνω στο μεσημέρι. 
Eίναι νοτιάς και πετάει τις μέρες μάνι-μάνι σαν ώρες. 
Μ' έξοδο σ' απλωταριά οι λέξεις: ποιος είσαι, 
λένε, γιατί δεν έρχεσαι, και συ πετούμενο ή μάγος; 
Η πλάνη σου είναι φανερή, αλλά μας περιμένουν 
οι από τα φύλλα. Οι από την πάνω γειτονιά, οι δαρμένοι
απέναντι ένας φωσφορίζων - από αναμονή. 
Και με αυτή την αναμονή σας καλώ, θυμωμένα κότσια
και πλούσιες θηλές, να περιμένετε

Tην κίνηση. Αυτή δεν έχει ψαλμούς ν' ακουμπήσει το στόμα της. 
Όμως δεν είναι μόνη της όσο μιλάει, και θα μας αδειάσει
σε ξένη χώρα από την ώθησή της. Αφέθηκε και με 
την χειραψία είναι σε ρωγμή, μακρύτερη 
από σένα κι έσκασε στα γέλια. 
Άρχισαν τα έντομα: ο ήλιος 
νερό στο άνθος της πίσω αυλής,
ο αέρας σε μονοπάτια για το άστρο. Έτσι έφτασαν, 
απλωμένοι, σε στριφτούς αφρούς οι δωροδότες. 
Ξανακοίταξα το κανάλι σαν μαγνητισμένη χειρολαβή, 
σημαίνει το βλέπω 
και το μυρίζω ή τίποτα κι απέρχεται. Άνοιξα την μικρή πόρτα
που όλα εξαρτώνται από αυτή

Δοκιμάζοντας εικόνες, γελάστε ή προσευχηθείτε.
- Καλώς ήρθατε!

Παίζω χάνω τα παράθυρα είναι στη θέση τους. 
Ποδοβολήματα σε ουρανούς οι φωνές, φωνάξτε 
και τους άλλους στο βασανισμένο φως. 
Περνούν οι μέρες του κυνηγού, χωρίς πιστωτές 
δίνουν έναν ήλιο προκαταβολικά.
Έχει σπρώξιμο και έχει και αταξία. 
Το φτωχό αυλάκι δάχτυλα και ζαχαρένια θέρμη, 
όπου κι άλλες φωνές με ακόμα ακολουθούν. 
Και όραση βιασύνης.
Που αντηχεί το κείμενο; Τίποτα. Τίποτα πια δεν αγαπώ(;). 
Οι στροφές συνεχίζουν σε στιγμές ολόκληρο το ξεβοτάνισμα 
της ζωής, μια φωτογραφική στερέωση απαλά. 
Πρίμα, με την γάτα στο χρώμα της.
Τεντώθηκε 

Εκεί στα σκαλοπάτια. Από τότε που άρχισε το μέτρημα 
σε χρόνο του μέχρι σήμερα κόσμου το είναι τους δεν παραδίνεται, 
οι λέξεις κρεμασμένες από τη γλώσσα 
αράζουν τις ώρες και είναι: 
γάτες, δάκρυ στη λύπη του, πυροστάτες φίλοι 
στον τρανό πόθο και τόσα άλλα που στέκονται κολλητά, 
μια κραυγή, ένα είδωλο παρουσιάζεται ή ένα ερωτικό αίσθημα 
και κανείς. Όλοι προσέρχονται στην παρέα.
Να χαρείς μαζί μ' άλλες μαζί καρδιές χίλιες φορές
τον πιο αγροίκο ήχο, καρπούς στο χρώμα τους
και το σβαρνιστό πέλμα μιας φοβερής ιστορίας, 
μιας πληγής του κόσμου, πέρα για πέρα το παιχνίδι του ποταμού
με τον βόμβο του εικόνα από τα παρόντα, 
μια θύμηση αν δεν μας βλέπουν πια να μοιραστούμε. 
Αλλά είχαν μια ανάγκη να κοιτάξουν πίσω κι αποτραβούν 
το κεφάλι 
σαν τρακτέρ από βούρκο. Μένουμε στο φως των κεριών 
με καρτερία, που μπορεί να φορτίζει όπως φορτίζει η ουρά 
τον κροταλία. 
Κι έλεγε το τραγούδι: δεν φοβάμαι τα δαγκώματα 
μου αρέσουν οι δόξες κι όλος ακόμα και αν πορευτώ 
από σιωπή μισοπνιγμένος των χεριών που την έχτισαν
δεν φοβάμαι  

Με όλο το ύψος τού μπροστά και με την κεραία βαθιά 
στερεωμένη στο κεφάλι, ένας από το τραγούδι 
συγκεντρώθηκε: σου βγάζω 
τη μάσκα και την φορώ. Και έρχεται με το εγώ 
που σύνολα γνωρίζει.
Τι κούραση κι όμως άνοιξε μια τρύπα στήθους 
και μας έδειξε: νά, δείτε, την επισκευασμένη μου καρδιά. 
Είδαμε, πάνω από τον ώμο, 
άλλοι χώθηκαν σε στοίχιση ως μέσα, στην αντίπερα ακτή 
είχε μόνο ανθρώπους κι έκλεισε το στόμιο 
μ'ένα βραβείο, μην χυθεί της ταραχής το τρελό βουητό 

Την είχαν ξαναδεί την ιστορία. Σε ήχο πλάγιο
γυμνός από ιδιοκτησία έχει γεννηθεί, όπου νοιάζεται μόνο όταν 
οι λέξεις σωπαίνουν να θορυβούν στα τοιχώματα άλλων οστών. 
Ο φανοστάτης από την καμπύλη του 
στο παγκάκι, στα κρυμμένα μυστικά του, με τόση αλήθεια σε πλατείες 
που σέρνονται τα όνειρα και ανοίγουν την αυλαία στα αθώα. 
Ο αυριανός προεκτείνεται και πάλι, κάποιοι αγγίζουν τη σκιά του 
από τα βαθιά χωρίς κάποια ξεχωριστή λάμψη. 
Τα χάδια χέρια χέρια πλέκονται σαν φύκια. Χάνονται, σκορπίζονται 
αψηφώντας τις συνέπειες από τα σώματα.
Πηγαινοέρχονταν στην αυλή και ίσως πείτε η άρθρωση του σαγονιού,
πιθανό να παίζει κάποιο ρόλο.
Εκεί η κυρία, έχει τον μεγαλύτερο οίστρο, όταν γίνεται ησυχία 
και θερίζει την εικόνα σε μια κούπα: παρακαλώ εσείς, 
τι θα πάρετε;

Βολταρίζοντας μ' ένα τσιγάρο πάνω στη φλόγα του 
θα ήθελα το ποίημα να πάρω, σαν επιθυμία 
να το ρίξω στων απόντων τα θρύψαλα, στην άλεση του μύλου,
επάνω μου αν το ρίξω σαν παιδική ιδέα και από τα παράθυρα, 
δεν πειράζει, 
ακόμα είμαι όνομα, μία στράτα που γυροδιαβαίνει, ας είναι λάθος, 
ας είναι εκτός γραφτού, σε μια κορνίζα η αυλή του χωρικού, 
όπου όλοι μας σβήνουν τα όνειρα στα φώτα του ποιήματος, 
στο λεκτικό θαυμάσιο του παρανοήματος γλυκό μου στέρνο

Ολόγυρα ξερό πέλαγος, σκοτωμένος λυρισμός 
από σιτοχώραφα μοτίβα. Σχήματα παραδομένα 
στους καιρούς(;) Είναι, όσο θες να δεις το βλέπεις. 
Τα σχέδιά μας για σήμερα: ένα σκυλί άρρωστο στην καλαμιά 
και στη μεγάλη φύση, δεν έχουμε παρά να γίνουμε 
των απαντήσεων οι σκοτεινοί, εσύ που το θείο αγγίζεις

Μιλιά. Μόλις είχε κατέβει από το εικόνισμα της εκκλησίας. 
Πλήρωσε το παραπάτημα και έφτασε στην αυλίτσα της παρέας.
Άνοιξε με τη βοήθεια ενός αγάλματος 
τον λόγο, μιας ανάμνησης που δεν την μιλούσε, 
και μαζί με τη σιωπή μας που και αυτή δεν καταλάβαινε πια 
ένας Χάρος τάδε είπε, τελικά: στ'ατέλειωτα φιλιά ανέβηκαν οι όρκοι 
και κύλησα σ' άπατους βυθούς. 
Δεν είναι πλοίο εκείνο στ' ανοιχτά, μικρές ακτίνες αερίου
με θύματα σε όλες τις γλώσσες. Είναι πολλά, 
έτσι ήταν και είναι στο βελόνι κάποιας 
που εκεί πέρα αναβόσβηνε κι ένιωθε από το φτερό της 
λίγα ακόρντα μες στον ύπνο. Υδάτινο ρεσιτάλ στη σκάλα. 
Σκορπίσαμε και πάλι. Σαν από μεγάφωνο ένα όνειρο μακριά

Να αφήνεσαι. Ε, τότε να αφήνομαι, μαζέψτε τις παρασιωπές 
κι ελάτε από το παραμικρό, 
ποιος είμαι εγώ να πω, εκτός από αντίφαση ή μια γρίλια παραθύρου. 
Έχω φροντισμένο να έρχεται το καλοκαίρι 
με την παρτιτούρα του, έχω και φθινοπωρινές 
γωνίες. Είμαι μία ευτυχία. Σ'άγονες πλαγιές 
με βρίσκεις στ'αρμυρίκι, στο κύμα του αγκαλιά 
ή στο βαθύ πιάτο. 
Έτσι λείπει από το ποίημα η σαρανταποδαρούσα ημερομηνία 
και περπατά και χορεύει ηλεκτρικά έναν αντικατοπτρισμό. 
Το κείμενο αισθάνεται, από τα μέρη του κορμού 
την αόρατη περίπτυξη του αναγνώστη και φοβερό να σε κοιτάζει,
στη συγχορδία των στίχων με τον τίτλο του ποιήματος

Μακάβριο γέλιο αν είσαι του κειμένου 
αργά προχώρα, με το εφήμερο της ροής σου 
θα τα βρούμε. Στη μουσκεμένη άμμο ένα εγκάρδιο δώρο, 
σφίξε του τα δάχτυλα, το μοναδικό σου εύρημα,
στην ίδια ώρα που η χειραψία πελεκεί τις ανάσες 
σε χίλιες δυνατές εικόνες: πως φτιάχτηκε το γεφυράκι 
της αβύσσου 
όταν λέμε εδώ, έτσι που να εκφράζει 
με χαμόγελο την βροχή που το λούζει, 
αμέσως μαλακώνεις. Χρώματα. Γεμίζουν την στέρνα 
για κάθε πιθανή εκδοχή, 
και εμείς, οι φυσαλλίδες κι απαθείς εμείς

Από έναν ασπασμό ή μάτια λαχταριστά για βούτες.
Η κλίση της πλαγιάς πάνω στο βάρος τους.
Οι σοφοί, οπλισμένοι με δαδιά και περασμένη ώρα. 
Πάντα αργούν, λόγω βάρους.
Ανοίξτε τώρα, κάντε χώρο βάθους 
να περάσουν στους νευρώνες οι μαντεψιές.
Απ' όλων την πληγή, και να την χαιρετίσουν, 
να τη φωτίσουν μ'ελιξήριο μιλώντας για το βγαλμένο καρφί, 
χωρίς κεράσματα 
κάτι στου καλοκαιριού το μαντήλι να πιουν, 
να πάρουν, 
ή να φυσήξουν την πεταλούδα από τα μέτωπά μας,
να σας προειδοποιήσω, μύθος

Από το ανήσυχο του κύκλου έφυγαν, έφυγαν στην ώρα τους 
οι σοφοί. Φεύγουν σαν σε σειρά συλλαβών μέσα 
από το τρεμουλιαστό γυαλί μιας λάμπας
που είχαμε κρεμασμένη στο κάγκελο. Και μόλις το κατράμι τους 
πάτησε στη νερένια σκιά της δημοσιάς πέρασαν από την ποίηση 
στις διαρκώς θαμπές φιλοδοξίες, ή σε μια αντοχή που γερνάει, 
προκαλεί έκπληξη που οπισθοχωρώντας από τους στίχους βγαίνει 
και ανήκει σε άλλον. Τίποτα δεν πεθαίνει υποστηριζόμενο
από τον θανατό του

β.

Μυθικά πλάσματα. Οι άνθρωποι. Χιλιετίες τώρα 
του μέλλοντος παραμύθια;
Ο τρύγος λάλησε από την παρένθεση του επισκεπτηρίου 
καθώς κλαδεύεται. Βατευτής ο κλάδος που βγάζει νέο, 
παραδίπλα, και το κόβεις πριν το μάτι, 
που από το μάτι θρέφεται, 
το φως τροφή θυμίζει το νέο κλαδί. 
Το νέο κλαδί φλεβίζει πάνω στη θύμιση το άλλο από υγρασία, 
το κεντρικό,
κι έδειχνε στο πριονάκι: ετούτο λέω. 
Καρπούς βγάζει το φετινό, το νέο το κλαδί κρατάει 
στο κλήμα χρόνο και εποχές, του χρόνου,
και του χρόνου λοιπόν ξαφνικά χραπ, ορίστε,
τρώτε μύθους, φάτε, ό,τι είναι αλήθεια είναι. 
Μια χωσιά, έτσι, επίμονα

Θάλασσα και ουρανός στο φύλλο του,
αδάμαστο της όστριας κυκλάμινο 
στο κάταγμα της πέτρας σαρκωμένο, ρωγμώδες,
δεν απλώνεται στο βρόντο, δεν γεμίζει την εικόνα 
με τα πέταλά του, σιωπηλό λικνίζει στα βλέμματα 
και εξαφανίζεται από αυτά που γεννιέται, 
ακόμα και το λαχάνιασμα μπορώ να εξηγήσω, 
τον λαιμό, την χαρά, τις πλάτες και τόσα άλλα στα σώματα 
σαν κυματιστά και προικισμένα μ' άκρα.
Γιατί έρχεστε αλλιώτικα;

Πήγαμε για όμορφη χώρα. Στο άλλο χωριό. 
Να γυρίσουμε και μας σταμάτησε ο βρέξιμος τρύγος της αυγής. 
Ολοσέλιδο παραμιλητό βλαστών. 
Στον καρπό του ο καιρός, ορατός μέχρι το κόκκαλο, 
μας γύρισε πάνω στη σιωπή μας 
απ' άλλο μονοπάτι, ο στίχος μοναχός του, 
με το εξάρτημά του, χωρίς βοήθεια μπορεί και να ξέρει 
και να είναι μνήμη,
εκτός μορφής, ή καπέλο,  σ'αυτή τη γελοία θέση. 
Πως διακρίνεται ένα καπέλο!


θερμίστορ















Ακούστηκε το άνοιγμα
της μεγάλης σιωπής: νίκησες.
Ύστερα από τοίχο
το πόδι ξεφύλλισε
στα δύο. Σε μια σκιά ενώνονται
και θέλουν το καλό μας.
Ποιον περιμένω;
Σύρε από το φράχτη
ή και αργό φτερούγισμα σε λέξεις

στην φορτική ακινησία
η άδεια ώρα αναμονής ανεβαίνει,
- θα σας φωνάξω τώρα ξέρω και παρανοώ -
διαπερνά και μεγαλώνει σε κάθε σώμα

στην ομίχλη εξαφανίζεται και με αφοπλίζει
στον καθαρό αέρα ανήκει σε άλλον

Μια πλάνη πάνω σε σταχτόνερο κύμα,
ασυνήθιστη φαντασία
σαν υδράργυρος ήθελε να απλωθεί
ο τόπος, απ' όπου κατάγονται τα όνειρά μου
κι έφυγε και χάθηκε

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2020

όνειρο (3)


Οι λέξεις περνούν από δάχτυλο σε δάχτυλο.
Καμμιά φορά, μια προσπάθεια την έχουν
να κρατήσουν τα χέρια τεντωμένα. 
Αναγνωρίζονται. Η χειρονομία ή μία ψυχούλα δράση
το σπίτι με τις γροθιές του.
Γύρω γύρω ο σωρός. Διάφανος χώρος που μίλησε:
μίλα και στρίψαμε να μπούμε στο δάσος,
φωνάζει και τρέχει να μπούμε στο ορίζοντα, 
πετάχτηκε μασημένος από χώμα κι έγινε τοπίο.
Τα δέντρα έχουν μια αφύσικη στάση, 
περνούν σε βελονιά του αέρα ονόματα και μπόρες. 
Ο αληθινός ο κόσμος, φανταστείτε από την ταχύτητα 
μια πλημμύρα, πήρε σβάρνα την σκηνή που μόλις έστησα,
το έργο όχι.
Επιστροφή στο τοπίο, από μέρος ανοιχτό, βυθισμένο.

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2019

Το αφήγημα


Βρεθήκαμε και στα αναλόγια. 
Όπου το ενσωματωμένο μικρόφωνο έδειχνε ουράνιο. 
Και βιντεοπροβολές γέφυρας υπήρχαν, με το κοινό
να τις φουσκώνει και οι αφηγήσεις να φεύγουν.
Όλοι ήθελαν να τους πάρει το πλοίο. Όλοι.
Πότε θα συναντηθούμε; Στη γη ανήκουμε.
Οι αίθουσες των παρουσιάσεων τα βλέπουν όλα χτενισμένα 
και γυαλιστερά, το μέλλον σε αριθμούς ακροατών. 
Ελαφρά πηδούν από το δέρμα σαν αφρόψαρα. 
Και η σκιά με τις γωνίες 
και τα δυνατά σημεία. Ζητούν τα δάχτυλα την επαφή τους. 
Πίσω από τις μάσκες
θα τα βρούμε. Ρυμουλκό και το πλοίο και κάθε αποκάλυψη.
Ανεμοδείχτης το γινωμένο 
και στο φανέρωμα δυσφημισμένο

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2019

όνειρο (1)


Το λουλούδι κρύβεται στο πέταλό του. 
Νύχτα. 
Τα παράσιτα ενοχλούν τον κάμπο που κοιμάται. 
Το νέο σκοτεινό τοπίο 
εμφανίζεται προς τους αστερισμούς. 
Σαν φτερωμένο ξόρκι. Θα μπορούσε να
απολαύσει την αναγνωρισή του: στο χάσιμο
ό,τι είδα το πρωί. 
Περνώντας στο βελόνι των νεύρων που πλαταίνουν.
Το πανόραμα μεγάλο. Κι ας μην είναι πουλιά. 
Ποτέ δεν το αντίκρισε.

Παρασκευή 3 Μαΐου 2019

όνειρο (2)















Σε γόνατο χαραγμένο 
οι παρτιτούρες των πράξεων. 
Σβήνοντας τις ευωδιές στο περιβόλι
από τα χορταράκια του. Διπλωμένα
και τα στήθη του βέλους.
Σ'αυτή την ημέρα. Έγραψα 
λεξούλες
με την καρδιά ζωγραφισμένη καταρράκτης.
Ο σταθερός χτύπος μοιάζει επικίνδυνος. 
Ο αφηγητής στο δίφτερο αλέτρι άξονας
από το βάθος του ματιού και το πρώτο λεπτό.

Στην απλότητά της μια αόρατη μ'ένα τέλος
θα έκανε στο πρώτο λεπτό
τον δρόμο
που σε οδηγεί από εδώ μακριά

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2018

ένα ψιχίο από το Μεταξουργείο

Φιλί. Φουσκώνει τα χείλια σε πλώρη. 
Η άρθρωση από άλματα για να το βλέπουν 
τα καράβια.
Άγκιστρο κι όχι λυχνάρι.
Τώρα είναι πέλαγος, τώρα παντού 
γραμμή και βύθιση.
Είναι το γατί στο παραπέτο του μπαλκονιού, 
που υμνεί την εικόνα με ανθρώπινο στήθος.
Το κράταγα σαν να ήταν άνεμος 
που ήταν σάρκα



Πέμπτη 8 Μαρτίου 2018

τι είναι;




















Οι άλλοι ήξεραν.
Όχι τίποτα δεν ήξεραν γι’ αυτό,
κανείς δεν ήταν που να κοιταχτώ. 
Δεν ήξεραν γι'αυτό: από το παρατηρώ 
ένα μελανιασμένο σύννεφο 
που δίνει το πιο καλό κλαδί, 
μια φλέβα που μετεωρίζεται
σε μικρούς λόφους, στο φανέρωμα 
στον γυάλινο αιθέρα, ανοίγει το στόμα.
Πέτρα στην ημέρα. Στο βίαιο ρόδο 
και η βροχή που σκάει στα δέντρα.
Οι όχθες από το βάρος ακόμα και το φως,
α το φως.
Χτίζομαι από χώμα, που δεν είναι δικό σου 
ούτε δικό μου,
είναι του κόσμου και ούτε είναι

Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

πλαστή φωνή

















Μέσα από ερωτήματα 
φτερωμένους μύθους 
αργείς ξημέρωμα στα μάτια κάθε περιοχής
στο άγραφο είμαι 
σβησίματα σε κύκλους 
πάλι θα με θυμηθούνε
τί να πιστέψω για να κουρδίσει 
τις χορδές
μια άφιξη κουτσή από ιδέες
ή σαν σελίδα μουσικής 
σαν φέγγος 
σαν ύστερα 
από το θόλωμα πως συνταιριάζουν
στην ίδια γη κι όλα τα φύλλα

Το πελέκι

Δυο τοπία που ενώθηκαν σ’ένα
χρώμα εδάφους μέχρι τα μάτια
δεντρένιο χρώμα 
στέκει μες στο πράσινο
τόσες γεννήσεις σαν ό,τι λες και δείχνεις
δείχνεις να το ορίζεις
ψημένη γη 
το είναι ανθρώπου που ξεχερσώνει 
οργώματα δεμένα με τον εαυτό του

Στα του δρόμου οι σκύλοι που ξεφεύγουν 
σε φωνές 
πέφτουν πάνω στο στάρι 
ακόμα και προς τον ήλιο 
με καταδιώκει 
ποιος φεύγει ποιος μένει
στο μάτι που γεμίζει βήματα
κι όλο και θα λιγοστεύει μ’αυτά 
της φαντασίας το σφυρί

Μια θέληση για αλλαγή 
φαγωμένη νύχτα
προσθέτει στήθος 
σημειώνει θέσεις
κατά πως διαιρούνται τα σύννεφα
για τις ημέρες 
η δροσιά της μεταμόρφωσης
ο ίσκιος που γυρίζει κυκλικούς χορούς 
εικόνες με κήπους 
που ρέουν 
σε ακτές που πτυχώνουν το άπειρο 
και κάπου ένας τριγμός
πολύ σταθερός για να τον νιώθω απουσία

Μια έκταση δεν είναι ένας τόπος

Καπνός καπνός σε ζεύγη
χωρίς να προφταίνουμε να σκεφτούμε κάτι 
με κρυφά τύμπανα 
παίρνει και εμάς μαζί
και τους θυμούς και τα χαμόγελα
των αναχωρήσεων άπλαστο βήμα
μια απέραντη έκταση 
μια στάλα νερό 

Γέλια στο σύδεντρο

Πάνω στη λαβή του κυνηγιού τα μάτια των αλόγων
περιστρέφονται  
χάνονται
μες στην αυθαίρετη εικόνα 
μακριά, ολάκερη μια φλόγα
τίποτα δεν καίγεται 
ούτε γεννιέται
υπάρχει το ποίημα που με τυλίγει
σαν από αλήθεια μπαίνω στα τυφλά
και παρουσιάζεται με την ονομασία άνθρωπος
κομμάτια ζωντανά

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

η μουλωχτή ροδιά




στην πραγματικότητα δεν φτιάχτηκε για να τραγουδηθεί 
πριν πει την ιστορία της
σ'ένα προαύλιο μ'εξάγωνες βίδες  
άτρωτο ζάρι που έχει κιόλας γίνει στο τζάμι της δήλωσης 
παράμορφο λαχάνιασμα
ανταύγειες που χαιρετούν τα άνθη
και το νεκρό κουδουνάκι από νησιά αγκαλιασμένα σαν κράτος 
με πλεξούδες 
συμμετρίες ως το χάραμα  
που αν θέλουν γίνονται ένα αρχαϊκό μειδίαμα
διπλωμένο με σάρκα 
οστά σε πλαγιά από συλλαβές που όταν τεντώνουν  
βλέπει το κατρακύλισμα στο μεγαλείο 
τον ατέρμονο οίστρο 

Κυριακή 4 Ιουνίου 2017

κινήσεις














καμία νότα δεν είναι λάθος
νότα από λαμαρίνα ο εκτελεσμένος της βροχής
γίνεται λίπασμα που δένει 
τσουκνίδα
τσερκοψάλιδο
γωνιακός τροχός
άνιθος 
μια στιγμή παιχνίδια
κοιλοδοκός 
χαρμάνι από λάστιχο
οδός 
ο μελωδικός απαγωγέας του στοιχείου
πλέκει μαγικά χόρτα 
το θυμάρι σε προβλήτες
χείλη που ξεφυλλίζουν την ηχώ 
πτέρυγα με κηροπήγια
κι ακόμα
έτσι όπως αλλάζει χρώμα ο ουρανός 
πήγαινε ως αντανάκλαση
που γλείφει τα στήθη στο κύμα
θα πει αγάπη 

Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

καταπονημένη θύμηση
























βυθισμένες εκρήξεις 
νευρώνες σε αίμα
κρουστός λαιμός
γυρεύοντας κινήσεις ο κανονικός σφυγμός
κυλάει την φωνή σε στεριά που εξατμίζεται μόλις σχηματιστεί 
στη σκηνή
στα ίδια πατήματα 
ήπιε και την αφήγηση 
το γιαλό που χύθηκε άφθονο 
μια τεράστια ποσότητα από όμορφη μέρα 
ένα στιγμιαίο χρώμα που κάνει τα στάχυα πύλη 
και κάποια πράγματα  
τίποτα - 
αράδα από το βουνό ερείπια
στην πλατειά επιφάνεια 
κι αγίασμα ο άνεμος  σε αινίγματα
ως που η εικόνα εμφανίζει το σήμερα
στο σύρμα της
πηγμένη σε φτερούγα του ασταθούς
ανάγκη για παράσταση 
βάδισμα
φοβερή προτροπή
τρίξιμο
μάγισσα φύση
τα ζωηρά δώρα στη μέγγενη 
από ίχνη σε χρόνο στάχτη των άστρων
που μας καταγράφει 
ακόμα φαγώσιμοι
πελεκητές στο ανηφόρι
και για τους κομήτες αφήνω λίγο νησί αν υπάρχει πράγματι
που κάνεις μια έτσι κι ύστερα 
στον μύλο του αποτραβηγμένου από τις ευχές

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016

εναλλαγή





















πιστεύεται ότι εκεί υπάρχουν όλες οι συνθήκες
μια κατά το ποίημα αόριστη δόνηση
γελάει σα νόμος και σκάει 
ώρα περαστική
η έλξη της λαμποκοπά αμφίεση 
χαρά αυγής
από τα βούκινα που κάνουν 
τα χέρια στους ώμους 
ρήγματα για να βρέχει

συμπεράσματα που αργούν 
στόματα
αλεξικέραυνα που ενώνουν τα δόντια 
εναέρια γέφυρα
τα μέταλλα χτύπων από καρδιάς

πλάσματα με λάμψη απόδρασης
στους εγκόσμιους λογισμούς
στις αράδες πίστωσης από αρχαία κόκκαλα
ακόμα και στο γραμμένο
η ακρίβεια που σβήνει
μ' ενα γέλιο σε άδεια λεπτά

από τη μπιχτή του αέρα ή την παύση κάθε σημασίας
όσο και παρουσίας 
εμφανίζονται οι σκιές
για τα ερέβη των αρχικών κυμάτων
μια αφαίρεση γραφής από γραφή
που σημαίνει
φωνή
στριμωγμένη γωνία 
αχόρταγη
κανένα κτήμα
το φυσημένο ρήμα

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

εκτός σχεδίου



κι εσύ ποίημα έπειτα ακολούθα
κέντρο που τράβα απ' τη χορδή τον κύκλο της αλήθειας
ξέρεις πάνω στα δάχτυλατο τραγούδι 
όπως η βροχή στο φύλλο
σπάει
και στο αυλάκι ανθίζουν τα σημάδια

κοντά μ΄ένα νέο
από το λαιμό
αρώματα στο ριγωμένο
κι ακόμα οι ύφαλοι
αθόρυβες λέξεις
του είναι το σύννεφο
το ιπτάμενο γρανάζι
με στηθαίο στα κάγκελα
της λαλιάς οι ψηλοί καλπασμοί
πάνω σε ρουθούνια δυο αλόγων
τίποτα δεν ξέρεις
οπλές 
χρεμετισμοί
να καεί στην αστραπή

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

ό,τι για μένα ξέρατε γκαραβέλια ή ψαρόνια του κάμπου




















χαράματα ή νύχτα πρωινή
σε χιαστί εναλλαγή των άκρων
ένα μετέωρο απομεινάρι  
ξεδιψάει ώρα
με γλόμπους αναμμένους 
σ' αυτή την παράδοση χρωματισμένη μια απορία 
αν την κοιτάξεις όνομα δεν έχει αποκτήσει
μια συμφωνία και ξαναρχίζει
χεράκι χεράκι 
πάνω από χαρά των σημαδιών
από τις ρίζες και οι φύτρες νογάνε καιρό
πέφτουν ανάμεσα στα σύρματα
λιόδεντρα του τεντωμένου καρπού
και μια χαρά σαν φίλη

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2016

λιβαέρι


σε περίπτυξη η χαρά πέρα από το φράχτη 
στίχοι με μια λαλιά
με χρόνο σταματούν 
η πλάνη φανερή 
δεν τυλίγεται με φύλλα ή θάλασσα ξεβρακωμένη
συγκλίνουν τα κεφάλια 
ενσωματώνονται σε μετέωρο σασί 
έδαφος σκασμένο 
παράχορδο το φλογισμένο
σημάδι κάποιας άλλης τροχιάς
χαλίκι ή βαλάντωμα
η δίνη ή το παρεκεί που σε κυκλώνουν απαλά 
μάταια και στην καμπύλη μέσα αν πέσεις 
ποτέ δεν πέφτεις
πως να γράψω;

με λίγο ασβέστη και στρώνεις γήπεδο νέο
μοναδικά και αξεχώριστα
έρημο στην εποχή των αστεριών 
οι μόνοι παίκτες

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Κάρυστος


















μετρημένη σε βάθος υγρασίας
σε μετακινεί
ύστερα ένα πριονισμένο κύμα 
καλάθι μπορεί να περάσει μια κραυγή
στον χαμηλότερο φθόγγο της οκτάβας
να δέσει μια αόρατη ακτή το λιμάνι 
και ο θρύλος σου στο λατομείο
μ' έναν ήλιο τροχιστή
ποιος ξέρει τι πρόκειται να μοιραστούμε
θραύσματα μάγοι σ´ ένα προσκλητήριο
που σε περιέχει 
το πέρασμα
μια ανακατωμένη συστάδα καραβόπανα
τα δίχτυα μ´ ένα αύριο στην άκρη του καρφιού 
αλλάζουν στο αντίθετο τις υποστάσεις
κι ένα γαλαζωπό χιμά από το Καβοντόρο και από χρόνια
ζωή που με το ματρακά στο χέρι
οροσειρά
όπως πατάει στην χορδή της
η ανάσα της ανεμοδούρας

σε αφήνει

σε φέγγει

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

τι είναι διάφανοι σαν θάλασσα νωρίς το πρωί




ώπα κύμα είναι που φρεσκάρει απότομα 
εμπάτης
και παραγγέλνεις δεύτερα 
χάρη από αλήθεια
ή και χέρια με  τις ώρες
απλώνουν τα μπράτσα έτσι καμπύλα 
σε ακόρντο με σπόρο 
λάδι στη φωτιά 
κάμποσα από κείνα τα απ' όλα 
μια κυκλική ουλή είναι στη γη  
κι εδώ
βρίσκεται η αιωνιότητα 
για της φθοράς το ύστερα που ήτανε ζωή

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

αναπνοβάτης




















θαμπά τα πελαγίσια μεσημέρια
όπως τα αλησμόνητα
πιο πάνω και από τη δύναμη του ονείρου
γιατί τα όνειρα ποτέ δεν λένε καληνύχτα
αλλά τι νόημα έχει να τα λες 
δεν έχουν τέλος οι κουβέντες
δεν έχει τέλος ό,τι υπάρχει στις καρδιές